υμενογενής

υμενογενής
-ές, Ν
1. ανατ. αυτός που έχει διαπλασθεί από υμένα
2. φρ. «υμενογενή οστά»
ανατ. τα οστά που σχηματίζονται από συνδετικό ιστό χωρίς μεσολάβηση χόνδρινου σταδίου, όπως είναι λ.χ. τα οστά τού θόλου τού κρανίου και τα περισσότερα οστά τού προσώπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υμένας + -γενής (< γένος < γίγνομαι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”